- αμολιέμαι
- αμολιέμαι, αμολήθηκα, αμολημένος βλ. πίν. 59
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αμολάω — και αμολάρω (λ. ιταλ.), ησα, ήθηκα, ημένος 1. χαλαρώνω, αφήνω: Αμόλα σκοινί, αμόλα! 2. βάζω σε κίνηση, εξαπολύω: Αμόλησε τα σκυλιά κατά πάνω τους. 3. το μέσ., αμολιέμαι ή αμολιούμαι τρέχω: Αμολήσου (προστ. αορ.) να τον προλάβεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)